Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
achievement /əˈtʃiːv.mənt/ = NOUN: κατόρθωμα, άθλος; USER: κατόρθωμα, επίτευξη, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
addressing /əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της

GT GD C H L M O
admitting /ədˈmɪt/ = VERB: ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, εισάγω, επιτρέπω την είσοδον; USER: εισδοχής, εισδοχή, παραδέχεται, παραδέχθηκε, αποδοχή

GT GD C H L M O
affords /əˈfôrd/ = USER: δίδει, αποδίδει, δίδει την, παρέχει τo, αποδίδει την,

GT GD C H L M O
agreement /əˈɡriː.mənt/ = NOUN: συμφωνία, σύμβαση, συμφωνητικό; USER: συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, συμφωνίας για

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announce /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνει, ανακοινώσει, ανακοινώσουμε, ανακοινώνουν, ανακοινώσουν

GT GD C H L M O
answering /ˈansər/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώντας, τηλεφωνητή, απαντώντας σε, απαντά, απαντά

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
aroused /əˈraʊz/ = VERB: εξεγείρω, αφυπνίζω; USER: προκάλεσε, ξύπνησε, που προκάλεσε, προκαλέσει, δημιούργησε

GT GD C H L M O
arrangement /əˈreɪndʒ.mənt/ = NOUN: συμφωνία, διευθέτηση, κανονισμός; USER: διευθέτηση, συμφωνία, διάταξη, ρύθμιση, καθεστώς

GT GD C H L M O
article /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
assured /əˈʃɔːd/ = ADJECTIVE: βέβαιος; USER: βέβαιος, διαβεβαίωσε, σίγουροι, εξασφαλίζεται, βέβαιοι

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
audience /ˈɔː.di.əns/ = NOUN: ακροατήριο, ακρόασις; USER: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό

GT GD C H L M O
automaker /ˈôtōˌmākər/ = USER: αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, κατασκευάστρια αυτοκινήτων, automaker, αυτοκινητοβιομηχανία της

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
avid /ˈæv.ɪd/ = ADJECTIVE: άπληστος; USER: άπληστος, μανιώδεις, άπληστο, φανατικός, τους μανιώδεις

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
backed /-bækt/ = VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: backed, υποστηρίζεται, που υποστηρίζεται, εξασφαλίζονται, υποστηρίζεται από

GT GD C H L M O
balance /ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα; VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω; USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
blog /blɒɡ/ = USER: blog, το blog, ιστολόγιο, στο blog, ιστολόγιό

GT GD C H L M O
bloggers /ˈblɒgər/ = USER: bloggers, μπλόγκερ, μπλόγκερς, ιστολόγοι, τα bloggers

GT GD C H L M O
blogs /blɒɡ/ = USER: blogs, ιστολόγια, τα blogs, Ιστολόγια Ημερολόγιο

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
boosted /buːst/ = VERB: καυχιέμαι, ανωθώ, προάγω; USER: ενίσχυσε, ενισχύθηκε, ώθηση, ενισχύεται, αύξησε

GT GD C H L M O
boss /bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος; VERB: διευθύνω; USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
brands /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών

GT GD C H L M O
brought /brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
busy /ˈbɪz.i/ = ADJECTIVE: απασχολημένος, κατειλημμένος; VERB: απασχολώ; USER: απασχολημένος, απασχολημένοι, πολυάσχολη, πολυσύχναστη, πολυάσχολο, πολυάσχολο

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
categorical /ˌkatəˈgôrikəl/ = ADJECTIVE: κατηγορηματικός, απόλυτος, ρητός; USER: κατηγορηματικός, κατηγορηματική, κατηγορική, κατηγορηματικά, κατηγορηματικό

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
charging /tʃɑːdʒ/ = VERB: φορτίζω, χρεώνω, κατηγορώ, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, εφορμώ; USER: φόρτιση, φόρτισης, χρέωσης, χρέωση, τη φόρτιση

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
circumstances /ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια; USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comments /ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση; VERB: σχολιάζω; USER: σχόλια, τα σχόλια, παρατηρήσεις, σχολίων, παρατηρήσεων

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
competitors /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
confident /ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADJECTIVE: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, πεποιθώς; USER: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, σίγουροι, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
consumption /kənˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: καταναλωτής

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
courted /kɔːt/ = VERB: ερωτοτροπώ, περιποιούμαι, κορτάρω; USER: φλέρταρε, φλερτάρει, φλερτάρεται, φλέρταραν, φλερτάρουν

GT GD C H L M O
covering /ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα; USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν

GT GD C H L M O
denizens /ˈden.ɪ.zən/ = USER: κάτοικοι, denizens, κατοίκους, κατοίκων, κάτοικοί

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
didn /ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα

GT GD C H L M O
difficult /ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος; USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες

GT GD C H L M O
distance /ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων; USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
eagerly /ˈiː.ɡər/ = ADVERB: διακαώς; USER: διακαώς, ανυπόμονα, ανυπομονησία, με ανυπομονησία, πρόθυμα

GT GD C H L M O
earned /ˌhɑːdˈɜːnd/ = ADJECTIVE: κερδηθείς; USER: κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
elsewhere /ˌelsˈweər/ = ADVERB: αλλού, κάπου αλλού; USER: αλλού, κάπου αλλού, άλλο, άλλα μέρη, άλλα

GT GD C H L M O
emphasizing /ˈem.fə.saɪz/ = VERB: τονίζω, δίνω έμφαση; USER: τονίζοντας, έμφαση, με έμφαση, υπογραμμίζοντας, δίνοντας έμφαση

GT GD C H L M O
enjoying /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαμβάνοντας, απολαμβάνετε, απολαμβάνει, απολαμβάνουν, απολαύσετε

GT GD C H L M O
enthusiasm /enˈTHo͞ozēˌazəm/ = NOUN: ενθουσιασμός; USER: ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
facelifts /ˈfeɪs.lɪft/ = USER: facelifts, λίφτινγκ,

GT GD C H L M O
fans /fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών; USER: ανεμιστήρες, οπαδούς, τους οπαδούς, fans, οπαδοί

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
followers /ˈfɒl.əʊ.ər/ = NOUN: οπαδός; USER: οπαδούς, οπαδοί, οι οπαδοί, followers, τους οπαδούς, τους οπαδούς

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
freedom /ˈfriː.dəm/ = NOUN: ελευθερία; USER: ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, την ελευθερία, ελεύθερη, ελεύθερη

GT GD C H L M O
french /frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα; ADJECTIVE: γαλλικός; USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fruit /fruːt/ = NOUN: καρπός, φρούτο, οπωρικό; USER: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
gender /ˈdʒen.dər/ = NOUN: γένος, γένος γραμματικής; USER: γένος, φύλο, φύλων, των φύλων, φύλο είναι

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
glad /ɡlæd/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, ευχαριστημένος, περιχαρής; USER: χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
growth /ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος; USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
half /hɑːf/ = NOUN: ήμισυ; ADJECTIVE: μισός, ήμισυς; VERB: φέρω; USER: ήμισυ, μισός, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ

GT GD C H L M O
happened /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συνέβη, που συνέβη, συμβεί, έγινε, συνέβησαν, συνέβησαν

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highest /hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος; USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
hot /hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός; USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό

GT GD C H L M O
hugely /ˈhjuːdʒ.li/ = USER: εξαιρετικά, σημαντικά, τεράστια, άκρως

GT GD C H L M O
hybrid /ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς; USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική

GT GD C H L M O
hyperactive /ˌhīpərˈaktiv/ = USER: υπερκινητικά, υπερκινητικό, υπερδραστήρια, υπερκινητικός, υπερδραστήριος

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
improved /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
independently /ˌindəˈpendəntli/ = USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, αυτοτελώς, ανεξάρτητο, ανεξάρτητη

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
influence /ˈɪn.flu.əns/ = NOUN: επιρροή, επήρεια; VERB: επηρεάζω, επιδρώ; USER: επιρροή, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει

GT GD C H L M O
influencer /ˈɪnfluənsər/ = NOUN: επηρεάζων; USER: επηρεάζων, παράγοντα επιρροής, περσόνα με, περσόνα,

GT GD C H L M O
influential /ˌinflo͞oˈenCHəl/ = ADJECTIVE: με επιρροή, ισχυρός, σημαίνων; USER: με επιρροή, ισχυρός, επιρροή, σημαίνοντες, ισχυρό

GT GD C H L M O
instagram /ˈɪn.stə.ɡræm/ = USER: instagram, του Instagram, το Instagram,

GT GD C H L M O
instantaneous /ˌɪn.stənˈteɪ.ni.əs/ = ADJECTIVE: στιγμιαίος, ακαριαίος; USER: στιγμιαίος, ακαριαίος, στιγμιαία, στιγμιαίας, στιγμιαίο

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
interview /ˈɪn.tə.vjuː/ = NOUN: συνέντευξη; VERB: λαμβάνω συνέντευξη; USER: συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που

GT GD C H L M O
interviewer /ˈɪn.tə.vjuː.ər/ = USER: ερευνητή, συνέντευξη, ερευνητής, συνεντευκτή, συνέντευξης

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
knowledge /ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις; USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leaders /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
markets /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
met /met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε

GT GD C H L M O
mince /mɪns/ = VERB: λιανίζω, μάσσω, κολάζω, ακκίζομαι, ψιλοκόβω; USER: ψιλοκόβω, κιμά, κρέας κιμά, μασάει, μασάει τα

GT GD C H L M O
minute /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: λεπτό; ADJECTIVE: μικροσκοπικός; USER: λεπτό, λεπτά, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτών, λεπτών

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
monday /ˈmʌn.deɪ/ = NOUN: pondělí, pondělek; USER: Δευτέρα, Δευτέρας, της Δευτέρας, τη Δευτέρα, τη Δευτέρα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
motorway /ˈməʊ.tə.weɪ/ = USER: αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομου, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμου

GT GD C H L M O
mr /ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
networks /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
noting /nəʊt/ = NOUN: διαμαρτυρία συναλλαγματικής; USER: σημειώνοντας, επισημαίνοντας, να σημειωθεί, σημειωθεί, διαπιστώνοντας

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
october /ɒkˈtəʊ.bər/ = NOUN: Οκτώβριος; USER: Οκτώβριος, Οκτ., Οκτώβρης, Οκτώβριο, Οκτ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opinion /əˈpɪn.jən/ = NOUN: γνώμη, γνωμάτευση; USER: γνώμη, γνωμοδότησης, γνωμοδότηση, τη γνώμη, γνώμης

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
ordinary /ˈɔː.dɪ.nə.ri/ = ADJECTIVE: συνήθης, συνηθισμένος, κοινός; USER: συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
paid /peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός; USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
pioneering /ˌpīəˈnir/ = VERB: πρωτοπορώ; USER: πρωτοποριακή, πρωτοποριακό, πρωτοπόρο, πρωτοποριακές, πρωτοπόροι

GT GD C H L M O
posted /ˈpəʊs.tɪd/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: δημοσιεύτηκε, αναρτήθηκε, posted, αναρτηθεί, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
posting /ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ; USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
presentation /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση

GT GD C H L M O
pretty /ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός; USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
ranges /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; USER: σειρές, περιοχές, κλίμακες, κυμαίνεται, εύρος

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
reached /riːtʃ/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: έφθασε, έφτασε, κατέληξε, φτάσει, ανήλθε

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
reaping /riːp/ = NOUN: θερισμός; USER: θερισμός, αποκομίζοντας, δρέπουν, αποκόμιση, αποκομίσουμε

GT GD C H L M O
reassuring /ˌriː.əˈʃɔː.rɪŋ/ = ADJECTIVE: καθησυχαστικός; USER: καθησυχαστικός, καθησυχαστικό, καθησυχαστική, καθησυχαστικά, καθησυχαστικές

GT GD C H L M O
renewal /rɪˈnjuː/ = NOUN: ανανέωση, παράταση; USER: ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
rivals /ˈraɪ.vəl/ = NOUN: αντίπαλος, ανταγωνιστής, αντεραστής; VERB: αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι; USER: αντιπάλους, ανταγωνιστές, τους αντιπάλους, αντιπάλων, αντίπαλοι

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sectors /ˈsek.tər/ = NOUN: τομέας, τομεύς; USER: τομείς, τομέων, κλάδους, κλάδων, τους τομείς

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
shape /ʃeɪp/ = NOUN: σχήμα, μορφή, φόρμα; VERB: μορφώ, διαπλάσσω; USER: σχήμα, διαμορφώσουν, διαμορφώνουν, διαμορφώσει, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
situation /ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
staged /steɪdʒ/ = VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: σταδιακή, ανέβασε, οργάνωσαν, ανεβεί, ανέβηκε

GT GD C H L M O
stalwart /ˈstɔːl.wət/ = NOUN: παλληκάρι, παλληκαράς; ADJECTIVE: ρωμαλέος, γεναίος; USER: παλληκάρι, πιστός, εύρωστος, stalwart, γενναίοι

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stations /ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του

GT GD C H L M O
statutory /ˈstæt.jʊ.tər.i/ = ADJECTIVE: θεσπισμένος, νομοθετημένος; USER: εκ του νόμου, υποχρεωτικό, του νόμου, νόμου, νόμιμο

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
street /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό

GT GD C H L M O
subject /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; ADJECTIVE: υποκείμενος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
sway /sweɪ/ = NOUN: εξουσία, επιρροή, ταλάντευση, κράτος, κουνώ; VERB: ταλαντεύομαι, επηρεάζω, κραδαίνω, ταλαντεύω, πάλλω, κυβερνώ; USER: ταλάντευση, εξουσία, ταλαντεύομαι, κουνώ, επιρροή

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
talks /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: συνομιλίες, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεις, μιλά

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
thursday /ˈθɜːz.deɪ/ = NOUN: Πέμπτη; USER: Πέμπτη, Πέμπτης, της Πέμπτης, την Πέμπτη

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
topics /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
typically /ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whereas /weərˈæz/ = ADVERB: ενώ, εφ' όσον; CONJUNCTION: επειδή; USER: ενώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι, Εκτιμώντας τα ακόλουθα, εκτιμώντας ότι, υπόψη ότι, υπόψη ότι

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
wield /wiːld/ = VERB: χειρίζομαι, ασκώ; USER: χειρίζομαι, ασκούν, ασκήσει, χειριστεί, να χειριστεί

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wising

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
women /ˈwo͝omən/ = NOUN: γυναίκα, γυνή; USER: γυναικών, γυναίκες, οι γυναίκες, τις γυναίκες, των γυναικών

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
younger /jʌŋ/ = ADJECTIVE: μικρότερος; USER: μικρότερος, νεότερους, νεότεροι, νεότερη, νεότερος

279 words